- καλολέω
- (Μ καλολέγω)1. διηγούμαι κάτι πιστά, με σαφήνεια και ακρίβεια2. συμπληρώνω τα λόγια μου, αποτελειώνω τη φράση μου3. λέω κάτι με σοβαρότητα και επιμονή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλολέγω — (Μ) βλ. καλολέω … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
καλολέγω — και καλολέω καλόειπα και καλοείπα, καλοειπώθηκα, καλοειπωμένος, λέω κάτι καλά: Η πρότασή σου είναι καλοειπωμένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)